- ἀνακαινίσαι
- ἀνακαινίζωrenewaor inf actἀνακαινίσαῑ , ἀνακαινίζωrenewaor opt act 3rd sgἀνακαινίζωrenewaor inf actἀνακαινίσαῑ , ἀνακαινίζωrenewaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.